ἐθελοκάκῳ

ἐθελοκάκῳ
ἐθελόκακος
guilty of wilful cowardice
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εθελοκακώ — (AM ἐθελοκακῶ) [εθελόκακος] θέλω να είμαι κακός αρχ. (για στρατιώτη) δείχνω επίτηδες δειλία …   Dictionary of Greek

  • εθελοκάκησις — εθελοκάκησις, η (AM) [εθελοκακώ] εκούσια παραμέληση τού καθήκοντος …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”